- λάφρος
- το1. ελαφρότητα, αλαφράδα2. ανακούφιση.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το λαφρός κατά τα ουδ. ουσ. σε -ος που δηλώνουν ιδιότητα (πρβλ. βάθ-ος, βάρ-ος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαφρός — ή, ό ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ελαφρός, με σίγηση τού αρκτικού ε ] … Dictionary of Greek
αλαφρός — ιά, ιό ο ελαφρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἐλαφρός. Το επίθ. προήλθε από τον πληθ. τού ουδετέρου (τα ελαφρά τα ‘λαφρά) με μετακίνηση τών ορίων του μορφήματος (τής λέξης) λόγω κακού χωρισμού: τ’ αλαφρά, από όπου αναλογικά και ο τ. αλαφρός. Από… … Dictionary of Greek
λαφρόστοιχος — η, ο αυτός που παρασύρεται και ακολουθεί χωρίς σκέψη πότε τον έναν, πότε τον άλλο, αφελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαφρός + στοιχος (< στείχω «πορεύομαι»), πρβλ. σύ στοιχος] … Dictionary of Greek
ελαφρός, -ή, -ό — και ελαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφρός, ή, ό και (α)λαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφριός, ά, ό επίρρ. ά και ιά 1. που έχει μικρό σχετικά βάρος, ανάλαφρος, που εύκολα μετατοπίζεται: Ελαφριά βαλίτσα. 2. που έχει μικρό ειδικό βάρος: Το μπαμπάκι είναι πιο ελαφρό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)